- Λυκάονες
- οι (Α Λυκάονες)οι κάτοικοι τής Λυκαονίας, αρχαίας επαρχίας τής Μικράς Ασίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Λυκάονες — Λυκάων masc nom/voc pl Λυκαονία in Lycaonian masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυκάονες — λυκάων masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυκαονικός — ή, ό (Α λυκαονικός, ή, όν) [Λυκάονες] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λυκαονία ή στους Λυκάονες ή προέρχεται από τη Λυκαονία … Dictionary of Greek
λυκαονιστί — (Α) [Λυκάονες] επίρρ. κατά τη διάλεκτο τών κατοίκων τής Λυκαονίας … Dictionary of Greek
ότι — (ΑΜ ὅτι, Α επικ. τ. και ὅττι) (σύνδ.) 1. (ειδικός που εισάγει αντικειμενική πρόταση μετά από λεκτικά, δοξαστικά, αισθήσεως και γνώσεως σημαντικά ρήματα και συντάσσεται κυρίως με οριστική κάθε χρόνου) πως (α. «μού είπε ότι θα έλθει» β. «ᾔσθετο ὅτι … Dictionary of Greek
Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… … Dictionary of Greek